κερατιτικός

κερατιτικός
-ή, -ό
φρ. (πετρογρ.) «κερατιτική φάση» — μια από τις κύριες υποδιαιρέσεις στην ταξινόμηση τών ορυκτών φάσεων τών μεταμορφωμένων πετρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερατίτες. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hornfels facies].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυροξενο-κερατιτικός — ή, ό, Ν φρ. «πυροξενοκερατιτική φάση» (πετρογρ.) μια από τις κύριες υποδιαιρέσεις στην ταξινόμηση τών ορυκτών φάσεων τών μεταμορφωμένων πετρωμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”